- μυγοχάφτης
- ο , μυγοχάφτισσα η1) бот. , зоол, мухоловка; 2) перен. ротозей, простофиля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυγοχάφτης — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που καταπίνει μύγες. 2. μτφ., ο εύπιστος, ο αφελής: Μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα γιατί είναι μυγοχάφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυγοχάφτης — Βλ. λ. μυϊοθηρίδες. * * * ο, θηλ. ισσα 1. (για ζώα) αυτό που τρώγει μύγες 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο εύπιστο, μωρόπιστο 3. ζωολ. κοινή ονομασία στρουθιόμορφων πτηνών κυρίως τών γενών muscicapa, ficedula και tyranidae τής οικογένειας μυγοθήρες, που … Dictionary of Greek
ερυθρόστερνος — η, ο 1. (για ζώα) αυτός που έχει ερυθρό στέρνο 2. το αρσ. ως ουσ. ο ερυθρόστερνος γένος πτηνών τής οικογένειας τών μυιοθηριδών, κν. μυγοχάφτης … Dictionary of Greek
κροκίδα — η (Α κροκίς, ίδος) κροκύδα* αρχ. μυγοχάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «κλωστή, νήμα» + κατάλ. ίς (πρβλ. σκελ ίς, φιαλ ίς)] … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
μυιοθηρίδες ή μουσκικαπίδες — (muscicapidae). Οικογένεια στρουθιόμορφων πουλιών, που ζουν στην Ευρώπη αλλά πολύ αφθονότερα στις τροπικές περιοχές, στην Ασία και τη Μαλαισία. Έχουν μικρό μέγεθος, πλατύ ράμφος με μικρές γύρω τρίχες και τρέφονται με έντομα που τα πιάνουν στο… … Dictionary of Greek